- ηβηδόν
- ἡβηδόν (Α)επίρρ.1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.)2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. -δόν (πρβλ. βαθμη-δόν, σχε-δόν)].
Dictionary of Greek. 2013.